αλσών

αλσών
ἀλσὼν (-ῶνος), ο (Α) [ἄλσος]
άλσος, δασότοπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλσῶν — ἄλσος grove neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

  • Βίβιος — (Vibius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Β. Γάλλος Τριβωνιανός. Βλ. λ. Γάλλος. 2. Β. Κρίσπος (αρχές 1ου αι. μ.Χ. – 93 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, που πλούτισε με την κολακεία του και τις καταδόσεις του επί Νέρωνα, Όθωνα, Βιτέλλιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”